-
1 ἀνδρία
ἀνδρία (vgl. ἀνδρεία), ἡ, Mannhaftigkeit, Muth u. Ausdauer, nach Plat. Protag. 360 ἡ σοφία τῶν δεινῶν. Ggstz δειλία, Legg. V, 734 c. Die Form ἀνδρία Isocr. 4, 145; Xen. Mem 1, 1, 16, wo ebenfalls δειλία entgegensteht; sonst schwankt bei Xen. die Schreibart. Im üblen Sinne ist es = ἀναίδεια, Frechheit. – ἀνδρία μελῶν Men. fr. inc. 21, vielleicht Mannesalter, s. ἀνδρεία.
См. также в других словарях:
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek